- σπιτάλιο
- το, Νβλ. σπιτάλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπιτάλι — Ημιορεινός οικισμός (154 κάτ., υψόμ. 110 μ.), στην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (3 τ. χλμ., 154 κάτ.) και βρίσκεται βορειοδυτικά της Μεσσήνης. * * * και σπιτάλιο, το, Ν (διαλ. τ.) 1. νοσοκομείο 2.… … Dictionary of Greek